πειρα - Provação, Tentação
Na carta de S. Tiago este vocábulo aparece 7 vezes
Tg 1,2 - Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις
πειρασμοῖς – dativo, plural, masculino
12 - Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι δόκιμος γενόμενος λήμψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.
πειρασμόν – acusativo, singular, masculino
13 (aparece 4x) - μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι Ἀπὸ θεοῦ πειράζομαι: ὁ γὰρ θεὸς ἀπείραστός ἐστιν κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα.
πειραζόμενος – Particípio presente passivo, nominativo, singular, masculino
πειράζομαι – 1ª pessoa do presente do indicativo passivo, singular
ἀπείραστός – nominativo, singular, masculino
πειράζει – 3ª pessoa do presente indicativo do activo, singular
14 - ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος:
πειράζω – 3ª pessoa do presente do indicativo do passivo, singular
Na Primeira carta de Pedro este vocábulo aparece 2 vezes
1 Ped 1,6 - ἐν ᾧ ἀγαλλιᾶσθε, ὀλίγον ἄρτι εἰ δέον [ἐστὶν] λυπηθέντες ἐν ποικίλοις πειρασμοῖς,
πειρασμοῖς – dativo, plural, masculino
4,12 - Ἀγαπητοί, μὴ ξενίζεσθε τῇ ἐν ὑμῖν πυρώσει πρὸς πειρασμὸν ὑμῖν γινομένῃ ὡς ξένου ὑμῖν συμβαίνοντος,
πειρασμὸν – acusativo, singular, masculino
24/05/2007
Assinar:
Postar comentários (Atom)
Nenhum comentário:
Postar um comentário